-
1 γονά
a that which is engendered, generation τρίταισιν δἐν γοναῖς ἄμμες αὖ κείνων φυτευθέντες” P. 4.143b that which engenders, seedλέγοντι γὰρ Αἰακόν μιν ὑπὸ ματροδόκοις γοναῖς φυτεῦσαι N. 7.84
ὁπότ' Ἀμφιτρύωνος ἐν θυρέτροις σταθεὶς ἄλοχον μετῆλθεν Ἡρακλείοις γοναῖς; (sc. Ζεύς) I. 7.7
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский